- παλιοθήλυκο
- τοπαλιοκόριτσο, βρομοθήλυκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι-(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + θηλυκό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιοθήλυκο — το βλ. παλιογυναίκα και παλιοκόριτσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
γύναιο — το γυναίκα χαμηλού επιπέδου, παλιοθήλυκο: Μη συναναστρέφεσαι με αυτό το γύναιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)